Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Ασημίνα Ρεβύθη, "Άλλο ένα ποίημα για την Άννα"


Όλη μου η ζωή κρύφτηκε
ένα πρωί σʼένα ατελιέ,
θα έλεγες
εκεί έμενε κάποτε ο πόνος
με τα σπασμένα πόδια
με το ματωμένο κεφάλι,
θα έλεγες
ο πίνακας ήταν τα πινέλα
και το χρώμα που είχε ξεχαστεί
κάτω βαθιά στο πάτωμα,
στο παράθυρο με το κομμένο δέντρο.

Ξάπλωσα εκεί γυμνή,
μια αναστάτωση σʼένα άγιο κλίμα κρασιού,
κι όλοι στʼαλήθεια γυμνοί μπροστά μου,
κρατούσαν ένα πινέλο
και με κοιτούσαν
με το βλέμμα της γέννησης της θλίψης,
κουράστηκαν τα μάτια μας,
αρχίσαμε να γε λά με
και να σπά με
όλους τους πίνακες,

ο ζωγράφος δεν είχε χέρια, δεν είχε χέρια,
είπε ότι, ζωγράφιζε με την γλώσσα και καμιά
φορά του άρεσε να σκοτώνει τα μάτια του,
να ζωγραφίζει φόνους και λιτανείες,
πίσω από τον πίνακα με την σαπισμένη μήτρα της Άνοιξης
ένας ποιητής έλεγε ποιήματα
ενώ μισούσε το γράψιμο,
ένα παιδί, ένα μικρό κορίτσι στα μάτια του
βούλιαζε το αθώο όραμα του Ρεμπώ,
άφησε την κόκκινη κούκλα της στα πράσινα πόδια μου
κι ύστερα μου χαμογέλασε, μου χαμογέλασε.

Έπειτα
ο ένας πήγε σʼένα δωμάτιο πιο μέσα,
ο άλλος σʼένα πιο κάτω,
κι ο άλλος σʼένα πιο πάνω,
το παιδί έμεινε εκεί, έπαιζε, ζωγράφισε
με ταπεινά χρώματα στην παρουσία του φωτός,

τρία νεκρά σώματα κάτω από τους σπασμένους πίνακες,
κι αν πλησίαζες ο πίνακας μύριζε, μύριζε

αφηρημένος θάνατος
φτασμένος, αγγισμένος
από τα ενδόμυχα χέρια
μιας κάποιας ελευθερίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου